Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Μονο έτσι η ζωή είναι ωραία..

Τον Χωμενίδη σαν συγγραφέα τον γνώρισα στο βιβλίο του "Το σοφό παιδί" που το διάβασα γύρω στα 30 μου απνευστί. Μετά διάβασα - ίσως και όλα - τα υπόλοιπα μυθιστορήματα που είχε βγάλει, αλλά δεν θυμάμαι όυτε τους τίτλους. Οποτε βλέπω γραφόμενά του τα διαβάζω γιατί γράφει ωραία και άμεσα. Το παρακάτω το βρήκα στο protagon με τίτλο "Μονο έτσι η ζωή είναι ωραία". Και γω πλούσιος αισθανόμουν τότε με το χρηματιστήριο, το μισθό του μηχανικού που έπαιρνα ούτε που τον λογάριαζα...Συνειδητοποίησα ότι είμασταν και γείτονες... Σεπτέμβριος 1999. Είμαι τριαντατριών -έχω τα χρόνια του Χριστού, που έλεγαν οι παλιοί- αντίθετα όμως από Εκείνον, εγώ δεν νοιάζομαι να διδάξω τίποτα σε κανέναν. Ζω σάμπως να έχω κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο στα δεκάξι μου και να μην έχω επιστρέψει ποτέ. Δεν έχω καμιά απολύτως πρόθεση ούτε να σοβαρευτώ ούτε να νοικοκυρευτώ, πόσω δε μάλλον να πλουτίσω. Ουσιαστικά είμαι πλούσιος. Κατοικώ σε ένα ισόγειο εσωτερικό διαμέρισμα τριάντα τετραγωνικών στην πλατεία Κολιάτσου. Σε πολυκατοικία του 1960. Δύο δωμάτια, κουζινίτσα, μπάνιο (με ροζ, «κουφετί» πλακάκια, όπως συνηθιζόταν τότε), το γραφείο μου, το κρεβάτι μου, ένα μικρό μπαλκόνι στον φωταγωγό… Στον πυθμένα τού φωταγωγού, δυο μέτρα από κάτω μου, παίζουν μαύρα παιδάκια ενώ οι γονείς τους τηγανίζουν ρύζι ή γονατίζουν σε τρύπιο χαλί με το κούτελο προς τη Μέκκα. Η Κολιάτσου και τα πέριξ είναι μια μικρή Αφρική. Κομμωτήρια για ράστα, ιδιωτικά τηλεφωνικά κέντρα -χίλιες δραχμές η πεντάλεπτη σύνδεση με Νιγηρία-, κλαμπ με μαύρικη μουσική και αραπίνες που μπαλαμουτιάζονται με τους δικούς τους φόρα-παρτίδα μες στον δρόμο. «Έχουμε καταντήσει μετανάστες στην ίδια μας την πόλη!» γκρινιάζουν μέσα απ’ τις μασέλες τους οι παλιοί Κυψελιώτες. Εμένα μου αρέσει να είμαι μετανάστης, με ενθουσιάζει το πολυφυλετικό αυτό χύμα -δεκάδες γλώσσες στον αέρα και άλλες τόσες μυρωδιές εξωτικών φαγητών-, μου επιτρέπει, μεταξύ των άλλων, να πηγαίνω στο περίπτερο με τις πιζάμες, μέσα σε τόσες κελεμπίες ποιος θα με κοιτάξει στραβά; Ουσιαστικά είμαι πλούσιος. Τα μυθιστορήματά μου αγοράζονται από κάθε λογής αναγνώστες – ένα μεγάλο ποσοστό, το ξέρω, τα χρησιμοποιεί απλώς για να στηρίζει την πετσέτα του στην πλαζ, δεν με χαλάει ωστόσο αυτό, δεν με ενδιαφέρει να ποδηγετήσω τα πλήθη - απ’ όταν, έφηβος, ξεκίνησα να γράφω, καημός μου ήταν να συγκινήσω δέκα φίλους, πέντε που είχα ήδη και πέντε που θα συναντούσα στη συνέχεια της ζωής μου… Ένας μεγαλοεκδότης περιοδικών -ο οποίος τη μια μέρα νομίζει ότι είναι ο Χιου Χέφνερ του PlayBoy και την επόμενη ο Τεντ Τέρνερ του CNN- μου πληρώνει τριακόσιες χιλιάδες δραχμές για κάθε άρθρο ή διήγημα, βαυκαλίζεται ότι κι εγώ είμαι αντιστοίχως ο Νόρμαν Μέηλερ. Δεν κάνω πάντως πασαλείμματα, δουλεύω κατά μέσο όρο δέκα ώρες καθημερινά, τα ταλαιπωρώ τα γραπτά μου, το “delete” είναι το πιο πατημένο πλήκτρο στο κομπιούτερ μου - «τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», αυτός ο στίχος του Καρυωτάκη με στοιχειώνει, κι αν πρόκειται για σαρκασμό, εγώ τον παίρνω τοις μετρητοίς. Τα λεφτά μου δεν τα βάζω καν στην τράπεζα. Τα φυλάω σε ένα κουτί παπουτσιών - ποιος θα μπει στον κόπο να διαρρήξει μια γκαρσονιέρα στην Κολιάτσου; Όποτε βγαίνω έξω, χώνω στην τσέπη μου πεντέξι χαρτονομίσματα δίχως καλά-καλά να τα μετρήσω. Τα λεφτά μου τα τρώω και τα πίνω και τα ταξιδεύω - δεν οδηγώ καν αυτοκίνητο, μπαίνω σε ένα ταξί και λέω «βουρ, στη Χαλκίδα για ψάρι!», εν μέρει θέλω να εντυπωσιάσω το κορίτσι που έχω βγει ραντεβού, εν μέρει απολαμβάνω την αίσθηση πως ο κόσμος είναι ένας ολάνθιστος κήπος κι όλα τα φρούτα του στο χέρι μας… Tις Τετάρτες τα απογεύματα πηγαίνουμε με το Ντεσεβό της μαμάς στους πρόποδες του Υμηττού και κόβουμε λουλούδια για τα βάζα της. Η μαμά οδηγεί απαίσια, από τα γύρω αυτοκίνητα τη μουντζώνουν και τη βρίζουν, εκείνη παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει, δυναμώνει απλώς στο κασετόφωνο τη φωνή του Φοίβου Δεληβοριά: «Μόνο έτσι η ζωή είναι ωραία…». Σεπτέμβριος 2013. Είμαι σαραντεφτά -έχω τα χρόνια του Ιωσήφ όταν γεννήθηκε ο Χριστός- δεν έχω δει όμως ακόμα Άγγελο Κυρίου. Ή ίσως και να ’χω. Η μαμά μου κοιμάται εδώ και πέντε χρόνια σε ένα μαρμάρινο κρεβάτι στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Μα το όνομά της αντηχεί εκατό φορές τη μέρα μες στο σπίτι – «Νίκη, μάζεψε επιτέλους τα τουβλάκια σου! Θες, Νίκη, μια μπανάνα; Ο μπαμπάς φεύγει, Νίκη, θα του δώσεις ένα φιλί;». Όταν της πρωτομίλησα για τη γιαγιά Νίκη, που πήγε στον ουρανό προτού να γεννηθεί η ίδια, με κοίταξε απορημένη – «και τη βαφτίσατε Νίκη για μένα;» με ρώτησε. Δεν έχω εγκαταλείψει την Κυψέλη, κατοικώ απλώς στους αντίποδες της Κολιάτσου. Τα στενά πάνω από την Πατησίων με δυσκολία περπατιούνται πια. Πέρυσι σε έπιανε φόβος από τις αγριεμένες φάτσες, φέτος σε πιάνει θλίψη από την εγκατάλειψη, η φτώχεια σάρωσε τον πολυπολιτισμό, οι αραπίνες δεν μπαλαμουτιάζονται πλέον με τους δικούς τους, εκδίδονται σε κάτι κωλο-Έλληνες για δέκα ευρώ. Έχω πάψει να είμαι πλούσιος. Δουλεύω όσο και τη χαρισάμενη εποχή και βγάζω το ένα πέμπτο των χρημάτων και δεν τα βάζω σαν παλιόχαρτα στην τσέπη μου, τα μετράω και τα ξαναμετράω, πρέπει να πληρωθεί η ΔΕΗ, το σούπερ-μάρκετ, η εφορία… Θυμάμαι έπειτα τη Λωξάντρα και αναθαρρώ: «Τις έστιν πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος.». Σηκώνομαι κάθε πρωί στις εφτά για να κατεβάσω τη Νίκη στο σχολικό. Όταν ξυπνάς πολύ πρωί έχεις όλη τη μέρα μπροστά σου -ισχύει- μόνο που όλη τη μέρα σούρνεσαι. Για να μην ντουμανιάζω το σπίτι, παίρνω το κομπιούτερ μου και πηγαίνω να γράψω στα καφενεία. Έχω μάθει να αποκόπτομαι τελείως από το περιβάλλον και να συγκεντρώνομαι φορώντας τα ακουστικά κι ακούγοντας κλασσική μουσική. Στα διαλείμματα, τα βγάζω και παρακολουθώ τις κουβέντες των θαμώνων. Συχνάζω σε συνοικιακά κατά προτίμηση στέκια, όπου πλειοψηφούν οι συνταξιούχοι. Πληροφορούμαι τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, λαθρακούω λογομαχίες για το ποδόσφαιρο και για την πολιτική - πάνω απ’ το τάβλι ή από την πρέφα ανταλλάσσουν εξωφρενικές πληροφορίες - πως τα ροδάκινα, λόγου χάριν, εισάγονται από το Ισραήλ αφού πρώτα τα έχουν ψεκάσει ραβίνοι με σκοπό να ναρκώσουν τον Ελληνισμό. Πάω να ξεκαρδιστώ, συνειδητοποιώ αμέσως ύστερα πως με αυτά τα μυαλά -τα τηγανισμένα από την τηλεόραση, τα αλαλιασμένα από την κρίση- ψηφίζουν. Κρατιέμαι για να μη βάλω τα κλάματα. Τα παιδιά έχουν ανάγκη και απ’ τους δυο γονείς τους, βεβαιώνομαι για αυτό κάθε στιγμή. Όχι πως δεν μπορούν να μεγαλώσουν μια χαρά και με έναν -και με μισόν ακόμα- όταν ωστόσο χώνουν το ένα χέρι την παλάμη της μαμάς και το άλλο στην παλάμη του μπαμπά, η σιγουριά τους γίνεται αγαλλίαση. Η συμβίωση, από την άλλη, φθείρει αδυσώπητα τον έρωτα - η κοινή καθημερινότητα κινδυνεύει να καταντήσει μια ατέρμονη σειρά από για ασήμαντη αφορμή καβγάδες - «γιατί μου πήρες τον αναπτήρα;», «ποιος έκλεισε τον θερμοσίφωνα;» (λες και κυκλοφορεί κανένας τρίτος ενήλικας μες στο σπίτι). Η συμβίωση είναι λαμπαδηδρομία υπό βροχήν: Πασχίζεις να κρατήσεις τον πυρσό αναμμένο τσαλαβουτώντας μες στις λάσπες. Μονάχα η αίσθηση του χιούμορ και η έλξη των σωμάτων μπορεί να σε σώσει. Το μυστικό για να διαρκέσει μία σχέση είναι να ερωτεύεσαι τον ίδιον άνθρωπο ξανά και ξανά. Ποιος όμως στην Ελλάδα του 2013 έχει διάθεση να ερωτευτεί; Όταν δε, συμπιέζει ο κόσμος και τα βασικά του έξοδα για να βγάλει τον μήνα, τσακώνεται, τρώγεται μεταξύ του. Οι πιο φανατικοί δεν είναι παραδόξως οι πιο αδικημένοι από την κρίση κι από τα αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας. Είναι εκείνοι που ανέκαθεν αναζητούσαν μια ευκαιρία για να βγουν μπροστά, να τους παραδοθεί το πόπολο, να τους χειροκροτήσει έστω. Έχουμε γεμίσει μικρούς Ροβεσπιέρους, εκ δεξιών και εξ αριστερών. Αρκετούς τους θυμάμαι πριν από το 2010: Συντάκτες σε περιοδικά λάιφ-στάιλ που το όνομά τους δεν μπήκε ποτέ στο εξώφυλλο, σφουγγοκωλάριοι κάθε ισχυρής κυρίας ή κυρίου, διανοούμενοι βαρέων βαρών που δεν ευδόκησαν να βρουν εκδότη για τα ακατάληπτα κείμενά τους... Για την προσωπική τους κακοδαιμονία ή οσφυοκαμψία μέμφονταν πάντοτε το «σύστημα» και τώρα μάχονται για το αιματηρό του γκρέμισμα. Είναι οπαδοί της «καλής» βίας. Πού θα βρίσκονται άραγε σε δέκα χρόνια από σήμερα; Εκεί προφανώς που θα τους έχει πάει ο άνεμος. Ο συρμός… Πρέπει να ερωτευτούμε ωστόσο ξανά στην Ελλάδα, την Ελλάδα, του 2013. Επείγει. Όχι για να ξεφύγουμε από τα βάσανά μας. Μα για να βρούμε μια βάση -μια πλατφόρμα εκτόξευσης- για τα όνειρά μας. Καμία επανάσταση δεν έγινε ποτέ από ανθρώπους που τα έβλεπαν όλα μαύρα. Η επανάσταση -όπως και έρωτας- είναι ένα φυτίλι που πυροδοτεί το πυροτέχνημα της ευτυχίας, το οποίο κρύβεις μέσα σου. Παραδίδω τη Νίκη στο σχολικό και διασχίζω το Πεδίον του Άρεως. Η πάχνη δεν έχει ακόμα στεγνώσει απ’ τα φύλλα, οι οδοκαθαριστές δεν έχουν μαζέψει τα πεταμένα προφυλακτικά από τις νυχτερινές αρπαχτές. Κατεβαίνω την οδό Ηρώων, με τις προτομές των αγωνιστών του 1821 ένθεν και ένθεν – παρ’ όλα τα εμφύλια μίση που τους χώριζαν, μαρμάρωσαν τελικά στους αιώνες ο ένας πλάι στον άλλον. Πάντοτε με εντυπωσίαζε πόσο ονειροπόλο βλέμμα είχε ο Αθανάσιος Διάκος, πόσο λεβεντομούνα ήταν η Μαντώ Μαυρογένους… Στα πόδια του Κολοκοτρώνη ελλοχεύει ένας γάταρος -ένας τίγρης τσέπης- με παχιά γούνα και με ορθωμένα μουστάκια. Το ένα του αφτί είναι μισοφαγωμένο, απώλεια προφανώς σε συμπλοκή για τα μάτια κάποιας ωραίας. «Τι έγινε, μεγάλε;» τον ρωτάω. «Την κέρδισες τουλάχιστον την ψιψίνα;». Κάνει τη ράχη τόξο και γουργουρίζει απειλητικά. «Όχι σε μένα τέτοια!» τσαμπουκαλεύομαι με τη σειρά μου. Βγάζω απ’ την τσέπη το πακέτο, του το τείνω. «Τσιγαράκι; Να κεράσω τσιγαράκι;» Ο γάτος τότε νιαουρίζει. Το νιαούρισμά του φτάνει στα αυτιά μου σαν γέλιο γάργαρο είτε σαν στίχος του Τσιτσάνη: «Σε παλάτια, σε τσαντίρια, θα τα πιούμε τα ποτήρια!». Μόνο έτσι η ζωή είναι ωραία. ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

δύσκολη αλλά έντιμη θέση

Το παρακάτω άρθρο είναι του Βαρουφάκη. Ειχα την τύχη να τον έχω καθηγητή στο 1ο μου μεταπτυχιακό. Δεν συμφωνώ πάντοτε σε όσα γράφει διαβάζω όμως τα γραφόμενά του. Στον καταιγισμό των σχολίων των τελευταίων ημερών λοιπόν ξεχωρίζω το παρακάτω άρθρο του Δύο είναι οι σύμμαχοι των Ναζί: Πρώτον, η απελπισία των πολλών που δημιουργεί η αυτοτροφοδοτούμενη κρίση, καθώς και η εμφανής ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού να την αντιμετωπίσει. Και, δεύτερον, οι σπασμωδικές αντιδράσεις μας απέναντι στους Ναζί την ώρα που ξεχειλίζουμε από θυμό. Δύο είναι οι χείριστοι σύμβουλοί μας για θέματα πολιτειακά: Το πένθος και η οργή. Το θέαμα των βουλευτών της Χρυσής Αυγής να προκαλούν έπειτα από δολοφονικές επιθέσεις μας ωθεί στο αίτημα να τεθεί εκτός νομιμότητας το κόμμα των ερπετών. Θα ήταν μεγάλο σφάλμα. Βασική διαφορά μας με τους Ναζί είναι η ανοχή στον Άλλο, στον Διαφορετικό, στον Διαφωνούντα. Βασική διαφορά μας μαζί τους είναι ότι απορρίπτουμε την ιδέα πως έχουμε το δικαίωμα της καταστολής (της κρατικής ή ιδιωτικής βίας) εναντίον γονιδίων, ιδεών, σεξουαλικότητας που διαφέρουν από τα δικά μας γονίδια, τις δικές μας ιδέες, τη δική μας σεξουαλικότητα. Βασικό στοιχείο που μας ενώνει, κόντρα στους Ναζί και ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες μεταξύ μας διαφωνίες μας, είναι η πεποίθηση πως τους αξίζει μηδενική ανοχή. Όχι όμως ότι πρέπει να διώκονται ποινικά οι ιδέες τους! Κι εδώ έγκειται το δύσκολο εγχείρημα: Πώς να συνδυαστεί η μηδενική ανοχή στους Ναζί με τη μη ποινικοποίηση των ιδεών και χωρίς να απαγορευτεί η συμμετοχή του απεχθούς κόμματός τους στην εκλογική διαδικασία. Το εγχείρημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Όμως είναι αναγκαίο να το προσπαθήσουμε. Αν δεν κάνουμε τίποτα, και απλά συνεχίσουμε ως κοινωνία να ανεχόμαστε τα δηλητηριώδη, ρατσιστικά χρυσαυγίτικα συσσίτια στις γειτονιές, τις απειλές τους στις καφετέριες και στους δρόμους, τις επιθέσεις τους κ.λπ., θα βρεθούμε υπόλογοι στην Ιστορία. Αν, από την άλλη, ταμπουρωθούμε πίσω από τη νομική απαγόρευση και ποινικοποίηση της Χρυσής Αυγής, θα έχουμε κάνει ένα τεράστιο δώρο στους Ναζί – αποδεχόμενοι την ιδέα ότι η πλειοψηφία δικαιούται να εφαρμόζει μέτρα καταστολής εναντίον ιδεών που δεν της αρέσουν. Η ποινικοποίηση των ναζιστικών ιδεών και κομμάτων είναι, εν τέλει, όχι μόνο αναποτελεσματικός τρόπος καταπολέμησής τους, και ιδεολογική ήττα των δημοκρατών, αλλά και η «εύκολη λύση». Κι όπως συμβαίνει παντού και πάντα, οι «εύκολες λύσεις» μόνο λύσεις δεν είναι. Ποια εναλλακτική έχουμε; Έχουμε την εναλλακτική, ως κοινωνία, ως γειτονιές, ως πολίτες, να εφαρμόσουμε τη Μη Ανοχή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελληνικού χώρου. Ονειρεύομαι μια Ελλάδα όπου, κάθε φορά που Χρυσαυγίτες τολμούν να μοιράσουν τα φυλλάδιά τους σε κάποια λαϊκή αγορά, στα διόδια, στα προαύλια των σχολείων, τουλάχιστον χίλιοι πολίτες (Δεξιοί, Αριστεροί, μνημονιακοί, αντιμνημονιακοί, ανεξάρτητοι κ.λπ.) να μαζεύονται και να τους γιουχάρουν, να τους αντιπαρατίθενται χωρίς φόβο αλλά και χωρίς πάθος, με νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα να αποδυναμωθεί η δική τους έφεση προς τη βία. Όσο για τη Βουλή, ονειρεύομαι μια κοινή στάση Μη Ανοχής προς τους Ναζί όλων των υπόλοιπων βουλευτών, χωρίς καμία διάθεση από κανέναν τους να χρησιμοποιήσει την αντιπαράθεση με τη Χρυσή Αυγή για να κερδίσει πόντους στο μεταξύ τους ανταγωνιστικό παίγνιο. Βέβαια, μια τέτοια στάση Μη Ανοχής απέναντι στους Ναζί απαιτεί δουλειά, μας θέτει σε κίνδυνο (όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με άτομα που λατρεύουν τη βία), ζητά από εμάς ξεβόλεμα. Είναι κατανοητό γιατί πολλοί προτιμούν την «κρατικοποίηση» της λύσης, μέσα από τη νομική ποινικοποίηση της Χρυσής Αυγής. Όμως, σε αυτό το πεδίο μάχης εναντίον της αναβίωσης του χειρότερου εφιάλτη της ανθρωπότητας, η λύση πρέπει να δοθεί από την ιδιωτική και την αυθόρμητα συλλογική πρωτοβουλία πολιτών που αποφασίζουν να ορθώσουν Τείχος Μη Ανοχής απέναντι στους Ναζί, χωρίς να καταφεύγουν στην εύκολη λύση τού να ζητήσουν από το κράτος να βγάλει κι αυτό το φίδι από την τρύπα.

κλιματισμός και λογική

Εδώ και 2 μήνες με ταλαιπωρεί ένα κρυολόγημα. Έχω μια ευπάθεια που οφείλεται σε παλαιότερο κρύωμα που προφανώς αντιμετωπίσθηκε επιπόλαια και έκτοτε όποτε περνάω μια ίωση ή κρυώνω τραβιέμαι για καιρό με βήχα. Όταν είσαι υγιής αισθάνεσαι δυνατός και δεν προσέχεις, αλίμονο όμως οι αντοχές μειώνονται περνώντας τα χρόνια. Αυτή τη φορά την πάτησα στα γραφεία της ΕΛΑΝΕΤ. Αρχές Ιουλίου εργαζόμενος για λίγες μέρες στο πλαίσιο των αξιολογήσεων προτάσεων ΜΜΕ. Ο καιρός έξω πολύ ζεστός. Η θερμοκρασία 35 C και βάλε. Όταν όμως έμπαινες στα γραφεία τους η θερμοκρασία με χρήση δυνατού κεντρικού κλιματισμού ήταν στους 20 C και λιγότερο. Τι και αν διαμαρτυρήθηκα, τι και αν άλλοι συνάδελφοι άρχισαν να βήχουν και να φορούν ζακετάκια και εσάρπες οι κυρίες, το πρόβλημα που θα μπορούσε να λυθεί με την περιστροφή ενός κουμπιού σε δευτερόλεπτα λύθηκε ή μάλλον βελτιώθηκε η κατάσταση τη δεύτερη μέρα. Και τις επόμενες τρεις μέρες χρειάσθηκε επανειλημμένα να διαμαρτυρηθώ για να λειτουργεί ο κλιματισμός σε μια λογική διαφορά με την εξωτερική θερμοκρασία, δηλαδή γύρω στους 25 C όπως προβλέπει η θεωρία αλλά και η απλή λογική που λέει δεν μπορείς να μπαίνεις από τους 37 C σε χώρο με 19 C. Στη ματιά κάποιας δεσποινίδας υπαλλήλου είδα και δυσφορία στη σχετική μου έκκληση. Για μένα η σωστή χρήση του κλιματισμού αλλά και της θέρμανσης είναι δείγμα πολιτισμού, σεβασμού στο συνάνθρωπο αλλά και στη φύση με τη σωστή χρήση της ενέργειας. Θυμάμαι παλιά δούλευα στο γραφείο μια εταιρείας με άλλους 5 συναδέλφους. Από αυτούς ο ένας – κλασσική περίπτωση νεοέλληνα λαμόγιου και βλάκα - ερχόταν σταθερά νωρίτερα από όλους το πρωί γύρω στη μισή ώρα για να φύγει και νωρίτερα. Άνοιγε τον κλιματισμό κατεβάζοντας τον θερμοστάτη του κλιματισμού στους 16 C, νομίζοντας πως έτσι θα δροσιστεί νωρίτερα, κάπνιζε 4-5 τσιγάρα, έπαιζε πασιέτζα στον υπολογιστή και μας περίμενε. Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια ήταν Τεχνολόγος Μηχανολόγος. Όταν ερχόμασταν οι υπόλοιποι λοιπόν στο γραφείο πέφταμε από τη ζέστη, τη λάβα και το καυσαέριο του καλοκαιρινού πρωινού της Αθήνας στο παγωμένο και ντουμανιασμένο γραφείο. Του μίλησα μια, δύο, τρεις φορές, του εξήγησα, τσάμπα κόπος. Το πρόβλημα λύθηκε όταν το απόγευμα φεύγοντας έβαζα το τηλεχειριστήριο στο συρτάρι του γραφείου, το κλείδωνα και τον απείλησα πως αν ξανά ακουμπήσει το τηλεχειριστήριο θα τον βάλω να το φάει. Για χρόνια ο κλιματισμός στα τρένα του ΟΣΕ δούλευε στο φουλ. Γνωρίζω κόσμο που ενώ ήθελε να ταξιδέψει με τρένο το απέφευγε για το λόγο αυτό. Έχω πάρει απίστευτες απαντήσεις από υπαλλήλους του ΟΣΕ στο τρένο ως ταξιδιώτης και γω. Ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γιατί ρυθμίζεται αυτόματα, ότι δεν ξέρουν πώς να το ρυθμίσουν, ότι είναι χαλασμένος, ότι ρυθμίζεται από την Αθήνα κ.α. Αυτή η απλή λογική πόσες φορές βιάζεται δίπλα μας καθημερινά. Αλλά αυτό θα είναι αντικείμενο μιας άλλης βραδιάς.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη

είναι του Βαλτινού, από τους ηθοποιούς που ξεχωρίζω. Την αντιγράφω από το protagon.gr «Ο στόχος του καλλιτέχνη είναι να ταράζει τον κόσμο. Μέσα από το Θέατρο, θα ήθελα να ξυπνήσω τις συνειδήσεις, να κάνω τα μυαλά να σκεφτούν λίγο διαφορετικά και να πεισμώσω τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Σου δίνει αυτή τη δυνατότητα η τέχνη αυτή, στην οποία μπαίνει κανείς για διάφορους λόγους, είτε είναι επιφανειακοί, είτε βαθύτεροι. Μπορεί να λένε οι γύρω σου ότι είσαι εκφραστικός, όμορφός ή ότι το ‘χεις. Πιστεύω πως κάποιος μπαίνει στην τέχνη του Θεάτρου για ιδιοτελείς σκοπούς.. Το θέατρο σου δίνει την δυνατότητα να διορθώσεις τα πράγματα μέσα σου. Ουσιαστικά ψάχνεις πράγματα για να βελτιώσεις τον εαυτό σου. Να βρεις τις σκοτεινές σπηλιές σου και να τους δώσεις φως, να μορφωθείς και να διαμορφωθείς. Όσο προχωράς στο θέατρο, τόσο συνειδητοποιείς πως το βάθος είναι μεγαλύτερο. Λένε πως το έτος μηδέν για έναν ηθοποιό είναι τα 20 πρώτα χρόνια. Άρα καταλαβαίνει κανείς πως τα είκοσι πρώτα χρόνια δουλεύει για να βρει τα εκφραστικά του μέσα και να καταλάβει, πώς η λέξη γίνεται εικόνα, με ποια λέξη πρέπει να εκφράσει την εικόνα, τι να κάνει κανείς το σώμα του όταν συμβαίνουν πράγματα ψυχής και άυλα πάνω στην σκηνή. Είναι μια μαγική τέχνη. Ωστόσο, στα 33 χρόνια μου στο Θέατρο δεν έχω δει πολλές αλλαγές και μεταμορφώσεις στο χαρακτήρα μου. Ξεκίνησα την ζωή μου ως ενήλικας. Θέλω να πω πως ήμουν ώριμος και στην παιδική μου ηλικία λόγω συνθηκών. Οι γονείς ήταν χωρισμένοι, μεγάλωνα με την μαμά, μού έλειπε το ανδρικό πρότυπο. Προσπάθησα, λοιπόν, να το βρω στα διαβάσματά μου, στους γύρω μου, στο σινεμά. Είχα από μόνος μου μια μιμητική τάση. Κάποιοι ήρωες που μου άρεσαν τους μιμούμην. Συνειδητοποίησα εκ των υστέρων, όταν ήρθα σε επαφή και με τα βιβλία της ψυχολογίας, ότι ήταν μια αναζήτηση του εγώ, έπρεπε να βρω κάποιο πρότυπο, να είμαι κάποιος. Συνήθως, τα παιδιά, όταν λείπει ο πατέρας, γίνονται οι ίδιοι πατεράδες του εαυτού τους, είτε τον αναζητούν παντού. Έτσι μπήκα στην ζωή ώριμος. Αυτό με έκανε και καλύτερο πατέρα. Έχοντας περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια, δεν ήθελα να δημιουργήσω παρόμοια τραύματα στα παιδιά μου. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι καλό, γιατί γίνεται υπερπροστατευτικός και τους αφαιρεί τις δυσκολίες από την ζωή δίνοντάς τους την εντύπωση πως η ζωή είναι μόνο εύκολη. Το είχα υπ’όψιν, όμως, και φρόντιζα να τους υπενθυμίζω πως τα πράγματα δεν ήταν και δεν θα είναι πάντα εύκολα. Αν έβαζα έναν τίτλο στο έργο της ζωής μου, θα χρησιμοποιούσα την φράση της συγχωρεμένης της μητέρας μου, την οποία έχασα πρόσφατα. «Δεν βαριέσαι παιδί μου, ζωή είναι θα περάσει». Δεν την υιοθετώ βέβαια, αλλά την υιοθετώ ως χιούμορ. Μου άρεσε που η ζωή μου ήταν δύσκολη και ήταν στο χέρι μου οι επιλογές. Ήταν τεράστια η ευθύνη μου μέσα σ’ένα πέλαγος άγνοιας, μου άρεσε που, αυτό που θα επέλεγα, θα με έσωζε ή θα με κατέστρεφε. Αυτό με έκανε πιο ώριμο και πιο προσεκτικό και ίσως με βοήθησε να πετύχω στην Τέχνη που διάλεξα. Και δεν εννοώ καριερίστικα, αλλά με την έννοια του ότι επέλεξα να κάνω θέατρο, που το λατρεύω και το προστατεύω, διότι έχω καλή σχέση μαζί του. Για να προστατεύσεις κάτι πρέπει να δυναμώσεις εσύ. Έτσι ήταν στα χέρια μου και η ζωή μου και το θέατρο, για να το οδηγήσω σε καλά μονοπάτια. Η πορεία ήταν εξίσου επικίνδυνη και αβέβαιη. Πλάτες δεν είχα ποτέ, ούτε καν τις δικές μου. Η μόνη δύναμη ήταν της μητέρας μου που με στήριζε από το σπίτι. Δεν είχα καμία γνωριμία, παρά αφού τελείωσα το Εθνικό Θέατρο. Έπαιρνα κάθε χρόνο μια διάκριση και χαιρόμουν, όχι γιατί ξεχώρισα, αλλά γιατί μου έλεγε ότι αυτό που διάλεξα ήταν το σωστό. Ποτέ δεν είχα έπαρση. Με χαρακτηρίζει η ταπεινότητα, ακριβώς διότι βλέπω το μέγεθος των πραγμάτων και μπορώ να εκτιμήσω πόσο μικρός είμαι απέναντι στα πράγματα, πόσο μικρός είμαι απέναντι στην τέχνη, πόσο λίγα πράγματα έχω κατακτήσει, πόσο σπουδαίες είναι οι ζωές των άλλων. Είναι τόσο σημαντικό να εκτιμάς τον άλλο, να μην έχεις την έπαρση του εγώ, να μην θεωρείς πως είσαι το κέντρο του κόσμου. Είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να χάσω τα πάντα. Αυτό λοιπόν το πανηγύρι της ζωής πρέπει κάποιος να το εκτιμήσει και να το χαρεί, όσο πάει. Αν καταφέρεις και αφήσεις μια αύρα πίσω σου επηρεάζοντας κάποιες ψυχές ή σκαλίζοντας τις καρδιές κάποιων ανθρώπων, θα έχεις ένα μικρό μέρος της αθανασίας, θα σε θυμούνται για κάποια χρόνια και θα επηρεάσεις το σύνολο της ζωής στο μέλλον. Θα ήμουν δυστυχής, αν δεν ήμουν ηθοποιός και κάνοντας μια δουλειά για επιβίωση. Θα μπορούσα, ίσως, να είμαι πιλότος. Με έχει τόσο πολύ κουρδίσει ο Μακεδόνας που είναι πιλότος και με παρασύρει. Όταν μου έγινε η πρόταση για την μουσικοθεατρική παράσταση «Ποιος τη ζωή μου» που αφορά στην ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, λειτούργησα παρορμητικά και σκέφτηκα πως θα ασχοληθώ με σπουδαία μουσική. Εκ των υστέρων απεδείχθη πως ο κόσμος την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς διότι τον φέρνει κοντά στα πράγματα που έχει εγκαταλείψει , τις αξίες, τις ιδέες, την περηφάνια του, η αξιοπρέπεια του, την μεγάλη ποίηση και την σημαντική και σπουδαία μουσική. Όχι την αγοραία για να χορέψει πάνω στα τραπέζια μέχρι τα ξημερώματα. Το έκανα κι εγώ αυτό το ξεφάντωμα μια –δυο φορές, για να το γνωρίσω, αλλά δεν έχω ζήσει έτσι, δεν μου αρέσει αυτή η αποχαύνωση, αυτό το τίποτα. Το γνώρισα και έφυγα. Αυτό το κάθε βράδυ με τα χιλιάδες καλαθάκια από τα λουλούδια που πληρώνονται με μαύρα λεφτά, την αγοραία μουσική, με τις γκόμενες πάνω στα τραπέζια και μετά να ψάχνουμε για κάποιο after. Νομίζω πως μέρος των πραγμάτων που μας οδήγησε στην καταστροφή αυτού του είδους είναι η νοοτροπία μας. Και αυτά σας τα λέει ένας άνθρωπος που λατρεύει την λαϊκή μουσική και την διασκέδαση με φίλους στα μαγαζιά. Μιλάμε, όμως, για άλλο είδος. Μετά ήρθε ο εκφυλισμός, η ολίσθηση και τα ξένα πακέτα. Νομίζαμε πως οι ευρωπαίοι είναι χαζοί και θα μας έδιναν συνέχεια λεφτά. Εμείς δηλώναμε ψεύτικα χωράφια και πρόβατα για να αγοράζουμε BMW κοροϊδεύοντάς τους. Ήταν ένα σχέδιο να αποχαυνώσουμε ένα λαό που ήταν αρκετά έτοιμος για αυτό. Τώρα, λοιπόν, που ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τον λογαριασμό και το τίμημα ξεπουλώντας νησιά, σπίτια, πετρέλαια και φυσικό αέριο, μείναμε άφωνοι. Η παράσταση υπενθυμίζει στον θεατή πως πρέπει να αγωνίζεται για να σώσει τον εαυτό του, την ψυχή του, την πατρίδα του. Αυτά τα τρία πάνε μαζί. Δεν φοβάμαι να μιλήσω γιατί όλα πια παρεξηγούνται. Δεν με αγγίζει αυτό. Η καραμέλα του να φοβάσαι να πεις κάτι, για να μην σε βρίσει ο κάθε τουϊτεράκιας και μπλογκάκιας, πρέπει να σταματήσει. Η ανοχή είναι κακός σύμβουλος και είναι μέρος του σχεδίου. Πρέπει να κρίνουμε και να σχολιάζουμε με ωφέλιμο τρόπο. Η απάθεια και η αποχή μάς έφερε εδώ. Ο πολίτης πρέπει να κάνει πράξεις. Η πράξη στον πολίτη είναι η ψήφος του, που την έδινε αλόγιστα, πράξη είναι η καθημερινότητά του, το τι θα κάνει με τα σκουπίδια του και το περιβάλλον του, η αλληλεγγύη, η φροντίδα για το σύνολο. Αυτά εν τέλει είναι η πατρίδα. Είναι η γλώσσα, η αισθητική, το ήθος, η μόρφωση, η καλλιέργεια. Δεν είναι το χώμα που ορίζεται από κάποια σύνορα. Πατρίδα είναι όλα αυτά που εγκαταλείψαμε. Γι’ αυτό μας κλέβουν τώρα τα χώματά που πατάμε. Δυστυχώς, δεν έχουμε τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, διότι το σύστημα απεδείχθη πιο έξυπνο από εμάς κάνοντας τον εχθρό μας αόρατο. Υπάρχει μια αόρατη εξουσία που κατευθύνει τους λαούς. Αν αυτή τη στιγμή ρίξεις την κυβέρνηση, μια άλλη θα υπάρξει με τα ίδια χαρακτηριστικά. Αυτό το έχει αισθανθεί ο κόσμος και γνωρίζει πως αν αγωνισθεί δεν θα το αλλάξει. Πιστεύω πως πρέπει να υπάρξουν πιο δυναμικές αντιδράσεις, πιο συμβολικές και με μεγαλύτερη διάρκεια. Η απεργία δεν είναι πια όπλο του λαού. Είναι επικίνδυνο να κάνω προπαγάνδα αγωνιστικών ενεργειών αυτή τη στιγμή, αλλά πιστεύω πως τα συνδικάτα πρέπει να κάνουν ένα πλάνο, σταματώντας να συνεργάζονται με τα κόμματα που τους υποδεικνύουν να κάνουν κάτι. για να πέσει η κυβέρνηση και να αναλάβουν οι δικοί τους την εξουσία. Αυτή η νοοτροπία δεν έχει σταματήσει, υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν να ξανακάτσουν στις καρέκλες. Οι απεργιούλες της μιας μέρας για να μαζέψουν κουπόνια για το κόμμα, πρέπει να σταματήσουν. Πρέπει να κατεβάσουμε ρολά και να τους πούμε πως δεν αντέχουμε άλλο να πληρώνουμε εμείς. Ο ένας σήμερα τρώει τον άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι που έφαγαν το καρότο της ευημερίας και του εύκολου πλουτισμού. Ο έλληνας είναι περίεργη φυλή. Είναι λίγο κακομαθημένος, πιστεύει πως πάντα φταίνε οι άλλοι, είναι λίγο γκρινιάρης, πιστεύει πως μπορεί να αναθέσει τη δουλειά του στους άλλους. Υπάρχουν άνθρωποι που πάνε τα πράγματα μπροστά, μοχθούν. Επιπλέον, δεν όλοι οι πολιτικοί κακοί, λωποδύτες και αλήτες. Αυτή η κρίση είναι η ευκαιρία να εκπαιδευτούμε και να πάψουμε να λύνουμε τα πράγματα στο καφενείο. Όταν λένε «έλα μωρέ, Ελλάδα είναι» και είναι σαν να μιλούν για οίκο ανοχής, ουσιαστικά απαξιώνουν την ίδια μας την ύπαρξη. Είναι δεδομένο πως αυτός ο λαός αντιδρά με χαλαρότητα, με παρανομία, με ατιμωρησία. Αυτό με εξόργιζε πάντα. Είναι ένας από τους λόγους που έγινα οργανωτικός και απέκτησα πειθαρχεία, που διάλεξα μια δουλειά και προσπάθησα να την κάνω όσο πιο τέλεια γίνεται από αντίδραση. Δεν μπορούσα να μιμηθώ το κακό και το άσχημο, γιατί με πονούσε και με ενοχλούσε. Δεν ήμουν ποτέ εκδικητικός τύπος. Άλλωστε αυτό δεν πάει τα πράγματα μπροστά. Θαυμάζω την αισθητική, την ομορφιά της ψυχής, την καλοσύνη που θεωρώ αρετή και αναπαράξιμη, ένα χάδι, την ομορφιά που έχει το βάθος του βλέμματος, την πειθαρχεία, την εντιμότητα, το φιλότιμο την αλληλεγγύη, την αγάπη. Θαυμάζω ό,τι έχει ανάγκη η ψυχή του κάθε ανθρώπου. Ό,τι μετατρέπει το άυλο σε ενέργεια και σπρώχνει την ατμομηχανή της ζωής. Δεν γράφω, αλλά είμαι καλός διορθωτής. Αγαπώ την ποίηση που με έφερε στο θέατρο, με την ποίηση παλεύω ακόμα. Γι αυτό και συμμετέχω σε συναυλίες και απαγγέλω ποιήματα. Αγαπημένο μου ποίημα…δεν θα ξεφύγω από τον Καβάφη, την «Σατραπεία», το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», ούτε από τον Ελύτη . Ξεχωρίζω τελευταία και τον Ρίτσο, δεν μου αρέσει και τόσο ο Σεφέρης, η Δημουλά μου αρέσει σε πολλά σημεία, ο Αναγνωστάκης, ο Λειβαδίτης επίσης. Αγαπώ το μιούζικαλ, γιατί συνδυάζει ποίηση, μουσική, τραγούδι, πρόζα. Θα ήθελα να ξανακάνω τον «Βιολιστή της Στέγης», προτού γεράσω περισσότερο και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια. Είναι το πιο προσφιλές μιούζικαλ στην Ελλάδα . Οι Έλληνες δεν τα πάνε καλά με το μουσικό θέατρο, αλλά τον «Βιολιστή» τον αγαπούν. Στο «Ιλίσια» διάλεξα για φέτος το «Δείπνο με φίλους» (που είχα ξανακάνει πριν από δεκατρία χρόνια), επειδή έχει σχέση με την καθημερινότητα. Σε μια εποχή κρίσης τα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων με απασχολούν περισσότερο, γιατί έχουν οξυνθεί δεδομένου του λογάριθμου της κρίσης. Πού πάνε οι φίλοι όταν το ζευγάρι χωρίζει, πότε πρέπει να χωρίζει, αξίζει να μείνει μαζί το ζευγάρι, όταν έχει προβλήματα, τι γίνεται με τα παιδιά. Νοιώθω πως δεν έχω κλείσει τους λογαριασμούς μου με αυτό το έργο, γι αυτό και επιστρέφω με νέα διανομή στους Παύλο Χαϊκάλη, Μπέσσυ Μάλφα, Ρένια Λουϊζίδου και εμένα. Μεταξύ 10 με 20 Οκτωβρίου θα γίνει η πρεμιέρα. Το έργο το έχω ήδη στο μυαλό μου, αλλά είμαι ανοιχτός στο να αλλάξω οτιδήποτε, αν μου προτείνει κάτι κάποιος ηθοποιός. Όπως γίνεται σε όλα τα καλά θεατρικά έργα, στο τέλος δικαιώνονται όλοι οι ήρωες. Πρέπει να δώσουμε τα δίκια στους ήρωες μας, αλλά ταυτόχρονα να πολεμήσουμε την ρίζα του κακού. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει, αλλά διαμορφώνεται. Αυτό κάνει το θέατρο, προσπαθεί να πολεμήσει το κακό. Αλλοίμονο να μην διαμορφωνόμασταν από τις συνθήκες της ζωής μας. Έχουμε ως άλλοθι το περιβάλλον, τους άλλους ανθρώπους, την τηλεόραση. Ε, ας το πολεμήσουμε αυτό. Ας ανοίξουμε ένα βιβλίο και ας κλείσουμε την τηλεόραση αν δεν μας ικανοποιεί. Τώρα διαβάζω κάποια βιβλία που αφορούν στο θέατρο. Διαβάζω παράλληλα αρκετά βιβλία, κυρίως όταν ετοιμάζω νέα δουλειά. Δεν με βρίσκω περισσότερο στην σκηνοθεσία από την υποκριτική, είναι μέσα μου πενήντα-πενήντα. Σκηνοθέτης έγινα για να γίνω καλύτερος ηθοποιός. Ως σκηνοθέτης οφείλεις να παίξεις όλους τους ρόλους, άρα να τους αγαπήσεις και να τους αισθανθείς. Τους ανθρώπους τους βρίσκουμε και στα αλώνια και στα σαλόνια και στα λιμάνια. Αν ο καλλιτέχνης δεν είναι γειωμένος, αν δεν έχει επαφή με το χώμα, με την λάσπη, με τον άστεγο, με τον πολύ πλούσιο για να δει πώς βλέπει από ψηλά ο θεός τον κόσμο- έτσι νοιώθει ο πλούσιος- αν δεν έχει επαφή με τα δύο άκρα, δεν μπορεί να καταλάβει την ζωή, θα κάνει λάθος ερμηνείες. Όλη μου η προσπάθεια είναι να μείνω γειωμένος. Μ’άρέσει να μην ξεφύγω ποτέ, ούτε λόγω δουλειάς, ούτε λόγω της προβολής που μου έδωσε. Ποτέ δεν ψωνίστηκα με αυτό το πράγμα. Μου αρέσει να με γνωρίσει και να με αγαπά ο κόσμος, αλλά ποτέ, μα ποτέ, δεν θα νοιώσω ανώτερος από τους άλλους. Το θέατρο και η ζωή είναι το ίδιο πράγμα. Δεν σταματά ποτέ ο άνθρωπος να σκέπτεται , να μιλά, αν αποφασίσει να ακολουθήσει αυτήν την Τέχνη. Σαν ένα μεγάλο έρωτα που θέλουμε να είμαστε διαρκώς δίπλα του».