Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Το κρύο φτάνει στο κόκκαλο

Το κρύο φτάνει στο κόκκαλο.
Ανεβάζω μέχρι πάνω το φερμουάρ στο τζάκετ μου, σηκώνω τους γιακάδες  βάζω την κουκούλα.
Το χέρι κρατά σφιχτά τις αποσκευές, μην τύχει και ξεχαστώ, μην τυχει και τις χάσω. 
Οι ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές έιναι παρούσες.
Το κρύο μου ξυπνά ασυναίσθητα εικόνες απο σκοπιές στο στρατό είκοσι και πλέον χρόνια πριν.
Φευγαλέες ασυνάρτητες σκέψεις, λες το στρατιωτικό τζάκετ να ήταν πιο ζεστό? 
Πως πέρναγαν 2 ώρες με τέτοιο κρύο στη σκοπιά? Η μυρωδιά του κλεφτού τσιγάρου..

Ανήμερα η γιορτή των Θεοφανείων σήμερα.
Ειναι έξι και πενήντα λεπτά το πρωί και περιμένω στην αποβάθρα του Παλαιοφαρσάλου το τρένο για Αθήνα.
Ειμαι ξύπνιος από τις τέσσερις και τριάντα.
Επιστρέφω από ένα τριήμερο ταξίδι στη γενεθλια πόλη για να δω τους δικούς  μου, γονείς, αδελφή και ανηψάκι.,

Το τρένο έρχεται στην ώρα του. Ανεβαίνω όπως πάντα στο τελευταίο βαγόνι. Βρίσκω τη θέση μου στο άνετο κουπέ. Τακτοποιώ τα πράγματα.  Το τρένο είναι intercity ηλεκτροκινούμενο. η 1η θέση είναι κουπέ με τέσσερις άνετες θέσεις  - με τραπεζάκι ανάμεσα - που γίνονται πρόχειρα κρεβάτια. Εικοσι χρόνια πριν θα βολευόμουν ίσως και όρθιος στο διάδρομο.
Αντίθετα με άλλες φορές δεν έχω διάθεση για ύπνο. Αλλωστε σήμερα είναι αργία. Δεν θα πάω κατ ευθείαν στη δουλειά, αλλά στο σπίτι στη γυναίκα και στα κοριτσάκια μου.

Σηκώνομαι. Με το laptop υπό μάλης κατευθύνομαι στο βαγόνι με το κυλικείο. Σε λίγο θα χαράξει και δεν θέλω να το χάσω.

Η εικόνα του φωτισμένου bar στο τρένο που ταξιδεύει στο σκοτάδι με συγκινεί.

Ο κόσμος λιγοστός, μπροστά μου δύο κοπέλλες γύρω στα εικοσι πέντε συζητούνε για τις σχέσεις τους.

Μυρίζει φρεσκοψυμένο ψωμί και αχνιστός καφές.


Αρχίζω να γράφω, έξω αρχίζει να χαράζει…